Τάσος Κωστής – συνέντευξη

Τι κοινό έχουν ο Αστυνόμος Σαΐνης, ο Γκούφυ, ο Πούμπα, ο Δρακουμέλ, ο Ντάφυ Ντακ, ο Μπαλού, ο Κάπτεν Χουκ – και πολλοί ακόμα αγαπημένοι χαρακτήρες των κινουμένων σχεδίων με τα οποία μεγαλώσαμε; Η απάντηση είναι απλή: τη φωνή!

Ο Τάσος Κωστής, εκτός από βετεράνος του ελληνικού θεάτρου, σινεμά και της τηλεόρασης, είναι και κάτι ακόμα: ο άνθρωπος πίσω από όλους αυτούς τους ήρωες των παιδικών μας χρόνων. Αξιοποιώντας στο έπακρο την εύπλαστη φωνή του, μια ικανότητα που του χάρισε τους περισσότερους, ίσως, ρόλους από τον ίδιο ηθοποιό, ο Τάσος Κωστής εργάζεται ενεργά στον κλάδο της μεταγλώττισης ήδη από το 1983, στο ρόλο του Κρούμελ στο «Θαυμαστό Ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον», μέχρι και σήμερα.

Εμβληματικοί σταθμοί στην καριέρα του, πολλοί. Από τον Αστυνόμο Σαΐνη, του οποίου μάλιστα υπήρξε και… νονός, στον Γκούφυ και την «Γκουφοταινία», μέχρι το Δρακουμέλ στα «Στρουμφάκια» ή τον Πούμπα στον αριστουργηματικό «Βασιλιά των Λιονταριών», ο Τάσος Κωστής έχει εξασφαλίσει με τη συμμετοχή του στα καλύτερα και πιο κλασικά «παιδικά» πως γενιές και γενιές μικρών παιδιών θα συνεχίσουν να γαλουχούνται με τη φωνή του.

Τον περασμένο Μάιο, στο πλαίσιο του The Comic Con στη Θεσσαλονίκη, είχα την τιμή και τη χαρά να πραγματοποιήσω με αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, του οποίου δεν είχα συνδυάσει ποτέ μέχρι τότε τη φωνή με την εικόνα, μία ευχάριστη και θερμή συζήτηση. Για διάφορους λόγους, η δημοσίευσή της καθυστέρησε, όμως ποτέ δεν είναι αργά: απολαύστε τη συνέντευξη του Τάσου Κωστή αποκλειστικά και μόνο σχετικά με την καριέρα του ως ηθοποιού φωνής.

Με τον Τάσο Κωστή στο The Comic Con στη Θεσσαλονίκη, το Μάιο του 2019.

JohnnyMZ: Είστε ένας από τους πιο δημοφιλείς και αγαπητούς Έλληνες ηθοποιούς, και ταυτόχρονα ένας από τους κορυφαίους «ηθοποιούς φωνής». Πώς ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια για εσάς;

Τάσος Κωστής: Κατ’ αρχήν βιοποριστικά. Ως νέος ηθοποιός, τα λεφτά δεν έφταναν – όπως δε φτάνουν σε κανέναν νέο για να είναι αυτόνομος. Ως ηθοποιός, αναζήτησα τις παράπλευρες του θεάτρου δουλειές, μία εκ των οποίων ήταν η μεταγλώττιση. Ήταν κάτι που μου άρεσε και στην πορεία το αγάπησα, γι’ αυτό και έκανα τόσο πολλά πράγματα. Με στήριξε σε πολύ δύσκολες εποχές, και δεν είμαι ο άνθρωπος που θα βγάλει και δυο δραχμές παραπάνω και θα το σνομπάρει ξαφνικά, επειδή πλέον δεν έχει και τόσα χρήματα. Η ανταμοιβή δεν είναι μόνο οικονομική, αφού αυτό το πράγμα, αυτή η αγάπη που ένιωσα στο Comic Con είναι κάτι μοναδικό – πώς πληρώνεται αυτό;

JMZ: Πολλά παιδιά –εμού συμπεριλαμβανομένου– ενώ σας γνώριζαν από τις τηλεοπτικές σας εμφανίσεις, δε συνδύασαν ποτέ την εικόνα σας με τη φωνή πίσω από τους χαρακτήρες που μεταγλωττίσατε, μεταξύ άλλων γιατί η τελευταία προσαρμοζόταν «χαμαιλεοντικά» κάθε φορά στις ανάγκες του κάθε ρόλου.

Τ.Κ.: Ενώ γενικά δεν είμαι εγωιστής, με την έννοια του κακού εγωισμού, «να φανώ», το γεγονός ότι πολλοί ανακαλύπτουν εκ των υστέρων ότι έκανα την τάδε φωνή και πέφτουν από τα σύννεφα γεμίζει τον «καλό εγωισμό» μου, αυτόν δηλαδή που αφορά στη δουλειά μου.  Δε μου αρέσει να κάνω μία δουλειά και να την πουλάω για χίλιες – προτιμώ να κάνω χίλιες δουλειές και να μην «πουλάω» καμία.

JMZ: Έχετε επαφή με τα τεκταινόμενα στο χώρο των κινουμένων σχεδίων, ή ασχολείστε ανέκαθεν με αυτά κατά βάση ως μία επαγγελματική διέξοδο;

Τ.Κ.: Έχω κάνει τόσα πολλά – τι να παρακολουθήσω; Αφού τα ‘κανα εγώ. Σε ό,τι έβγαινε θα είχα κάποιο ρόλο, είτε μικρό είτε μεγάλο. Δε με ενδιέφερε τόσο να τα βλέπω ή να ενημερώνομαι, συμμετείχα όμως δημιουργικά, κάτι πολύ πιο σημαντικό.

JMZ: Ίσως το πιο χαρακτηριστικό «δάνειο» της φωνής σας ήταν στον «Αστυνόμο Σαΐνη». Γιατί πιστεύετε πως έγινε αυτό;

Τ.Κ.: Ο Σαΐνης είναι… φιρμάτος και ιδιαίτερος χάρη στη συμβολή μου, όχι μόνο στην περίεργη φωνή αλλά και στην ονομασία: κανονικά λέγεται Inspector Gadget, κι εγώ του έδωσα αυτό το όνομα… ειρωνικά, αφού δεν καταλαβαίνει τίποτα! Η φωνή έδεσε πολύ καλά με το σκίτσο, είχα μάλιστα την ικανοποίηση να δεχθώ συγχαρητήρια από τους παραγωγούς της σειράς, οι οποίοι βρήκαν την ερμηνεία μου την καλύτερη, σε σχέση με τις υπόλοιπες μεταγλωττίσεις.

JMZ: Προσαρμόζατε τη φωνή σας με βάση το πρωτότυπο υλικό ή δεχόσασταν συγκεκριμένες υποδείξεις από τους Έλληνες διανομείς ή τους ξένους παραγωγούς, ιδιαίτερα όσον αφορά την Disney, η οποία δεν αφήνει τέτοια πράγματα στην τύχη;

Τ.Κ.: Μερικές εταιρείες όπως η Disney είναι αρκετά απαιτητικές και προσπαθούν η μεταγλώττιση να προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο το πρωτότυπο – αν είναι και ολόιδια, ακόμα καλύτερα! Η δυνατότητά μου να αλλάζω τη φωνή μου, ή καλύτερα να την προσαρμόζω, μου έδωσε την ευκαιρία να παίρνω ρόλους. Μερικές φορές όμως, ενώ η φωνή μπορεί να μην έμοιαζε ηχητικά τόσο με το πρωτότυπο, «χτυπούσα» ρόλους γιατί πετύχαινα το acting – και γι’ αυτό πολλοί στην Disney με αποκαλούσαν αστειευόμενοι «κλέφτη ρόλων», γιατί τους έπειθα να με επιλέξουν. Σε καμία περίπτωση όμως δεν έβαζαν νερό στο κρασί τους. Κι εκείνοι για το καλό τους το κάναν. Προτιμούσαν κάποια απόσταση από τη φωνή αλλά καλό acting, παρά φωνή που να ταυτίζεται με την αρχική αλλά κακό acting. Με τους υπόλοιπους παραγωγούς τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά.

JMZ: Θα ήθελα να σταθούμε λίγο στη συνεργασία με την Disney, αφού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά, πώς γινόταν η επιλογή των ηθοποιών φωνής;

Τ.Κ.: Πάντα στέλνουν voice tests για κάθε ρόλο. Δοκιμάζουν 3-4 ηθοποιούς και είτε πετυχαίνει με την πρώτη είτε όχι, οπότε μαζεύουν πάλι μερικούς ακόμα και ξαναστέλνουν νέα δείγματα. Η επιλογή γίνεται από την Disney στην Αμερική. Εκεί είναι ο φίλος μου ο Mike Jones, ο οποίος με έχει επιλέξει πάρα πολλές φορές. Μία φορά με διόρθωσε κιόλας, επειδή έβγαλα τον Γκούφυ… χοντρό.
Όταν κάναμε την «Γκουφοταινία», χρειάστηκε να έρθει από την Αμερική για να μου κάνει αυτήν την «παρατήρηση». Στην Disney έκαναν το λάθος και δώσαν γιο στον Γκούφυ, κάτι που πάει κόντρα στο πάγιο καθεστώς οι κεντρικοί χαρακτήρες να έχουν ανίψια, για να μη θίγονται οικογενειακά στάτους. Ο γιος του, λοιπόν, συχνά του προκαλούσε στεναχώριες. Αναμενόμενο είναι, όταν στεναχωριέσαι, η φωνή να κατεβαίνει τονικά, να μπασάρει, κάτι που δεν είχαμε συνηθίσει με τον Γκούφυ, αφού συνήθως ήταν… «χαζοχαρούμενος». Ακουστικά, όταν ακούς κάτι μπάσο, το φαντάζεσαι χοντρό. Το συζητήσαμε από κοντά με τον Jones, δέχτηκε κάποια πράγματα από αυτά που του είπα και μετά κάτσαμε μαζί να ηχογραφήσουμε. Έκατσε δίπλα μου, γονατιστός, πάνω από 2 ώρες, και μου έλεγε «αυτό θα το κάνεις έτσι», «αυτό θα το κάνεις αλλιώς». Μιλάμε για έναν από τα κορυφαία στελέχη της παραγωγής κινουμένων σχεδίων της εταιρείας, ξέρει τις ταινίες frame-frame και τα τραγούδια νότα-νότα… Αλλά δουλειά του ήταν να είμαι κι εγώ καλός στη δική μου. Και το έκανε. Η συνεργασία μας πήγε καλά γιατί τον άκουσα με προσοχή: ξέρεις, στην Ελλάδα έχουμε την τάση να παίρνουμε τις θέσεις των άλλων, είτε αυτοί είναι σκηνοθέτες είτε… «αρχι-voice-actors».

JMZ: Η αναφορά στην «Γκουφοταινία» με πάει χρόνια πίσω, σε μία από τις αγαπημένες μου παιδικές ταινίες, η οποία έθετε πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως η αξία της οικογένειας και η σχέση πατέρα και γιου. Δεδομένου πως κι εσείς έχετε ένα γιο, ο οποίος ήταν στην αντίστοιχη ηλικία όταν κάνατε την ταινία, θα είχε ενδιαφέρον να μου πείτε πόσο απ’ τον εαυτό σας βρίσκουμε, όχι μόνο εκεί αλλά σε κάθε ταινία.

Τ.Κ.: Κατ’ αρχάς, συμφωνώ πως ήταν μια ωραία ταινία, απλά η βαρύτητα των θεμάτων που πραγματεύτηκε δε βοηθούσε τον Γκούφυ να είναι… Γκούφυ. Όπως λέει και το όνομά του (σσ. goofy στα αγγλικά σημαίνει χαζοχαρούμενος, γκαφατζής). Από εκεί και πέρα, δεν έκατσα ποτέ να το αναλύσω τόσο. Όταν ζεις την ταινία, δουλεύεις και δημιουργείς, δε βάζεις τέτοια πράγματα στο μυαλό σου – κολυμπάς. Από την άλλη, είναι γεγονός πως εκείνη τη στιγμή το ζεις στο 100%, πας βόλτα, ταξιδεύεις – δεν είσαι εσύ, είσαι ο Γκούφυ. Και στο τέλος, συνειδητοποιείς τι έχεις πάρει απ’ όλο αυτό. Κάτι που συμβαίνει με κάθε δουλειά – δεν ξεχωρίζω κανέναν χαρακτήρα, είναι όλοι τους σαν παιδιά μου. Απ’ τον καθένα μου αρέσει κάτι διαφορετικό.

JMZ: Κάνατε τις διάφορες φωνές και στο γιο σας, ή πλέον στα εγγόνια σας;

Τ.Κ.: Όπως είπες κι εσύ νωρίτερα, και όπως έχω την ευκαιρία να διαπιστώνω στις συναντήσεις με το κοινό, πρέπει να μεγαλώσεις για να συνειδητοποιήσεις ακριβώς τι συμβαίνει με τη μεταγλώττιση. Τώρα βλέπω τους 30άρηδες, 35άρηδες, και είναι πιο συγκινημένοι, αφού αντιλαμβάνονται πλήρως και συνειδητά ποιος είμαι. Και μετά εξηγούν στα παιδιά τους «αυτός είναι ο κύριος που κάνει τον τάδε χαρακτήρα», και τα παιδιά κοιτάνε αδιάφορα. «Πώς είναι αυτός, αφού είναι εδώ, ο χαρακτήρας είναι στην τηλεόραση». Μπλοκάρουν, δεν μπορούν να τα αναλύσουν. Μεγαλώνοντας όμως καταλαβαίνουν τη διαφορά με τη φωνή. Με την εγγονή μου κυρίως έπαιζα αρκετά – εγώ έκανα 100 διαφορετικές φωνές κι εκείνη έκανε πάντα την πριγκίπισσα. Τώρα αρχίζει και κάνει και κάτι γριες.

JMZ: Πώς βλέπετε την εξέλιξη της συγκεκριμένης τέχνης;

Τ.Κ.: Νομίζω πως στο παρελθόν ήταν πιο κλασικά, με περισσότερες ευαισθησίες. Μου φαίνονται κάπως περίεργα. Είναι και η ηλικία. Δε θέλω όμως να τα χαρακτηρίσω «καλύτερα» ή «χειρότερα» – κριτές είναι τα παιδιά που τα βλέπουν. Το σίγουρο, όμως, είναι πως η εξέλιξη είναι πολύ γρήγορη όπως στην περίπτωση της «μόδας»: το σημερινό αύριο είναι ήδη ξεπερασμένο. Ενώ αυτά με τα οποία μεγάλωσα εγώ κι εσύ, νομίζω δε θα παλιώσουν ποτέ. Έκανα και μερικά καινούργια, και μερικά γιαπωνέζικα, αλλά δε μου αρέσανε και τα σταμάτησα.

JMZ: Και στην παραγωγή, τι έχει αλλάξει;

Τ.Κ.: Τώρα πια τα γράφουμε σε μαγνητόφωνο. Παλιότερα γράφαμε όλοι μαζί, όπως και οι τραγουδιστές κάνανε την ηχοληψία με την ορχήστρα. Τώρα κάθε όργανο παίζει ξεχωριστά, όπως και κάθε ηθοποιός παίζει ξεχωριστά, απαντάει μόνος του, δεν γίνεται ζωντανός διάλογος. Είναι τελείως διαφορετική η προσέγγιση, γίνεται όμως έτσι για να είναι καλύτερα τα πράγματα από τεχνική άποψη. Πιο καθαρός ήχος, καλύτερη επεξεργασία. Δεν ξέρω αν ήταν καλύτερα παλιότερα ή τώρα, το σίγουρο είναι ότι τότε έβγαινε περισσότερο συναίσθημα, ήταν πιο πηγαίο. Τώρα είναι πιο αποστειρωμένο. Μερικές φορές πλέον διορθώνουν και τα λάθη μας με ψηφιακά μέσα, αντί να το πούμε 10 φορές μέχρι να το πετύχουμε. Αλλά είναι προς όφελος του χρόνου.

Σχολιάστε